Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Nemesis

Η συρρίκνωση μιας καλά σχεδιασμένης πραγματικότητας.
Εκμηδένιση του χώρο-χρόνου
Κουκίδα αιωρούμενη προσπέρασε τη χίμαιρα του σήμερα.
Απόφαση:
Εκπρόθεσμο το πέρασμα της γραμμής τερματισμού
και μια κατ’ οίκον παράδοση της αποτυχίας.
Τι ζήτησα;
Μια πίστωση χρόνου ή έστω μια περίοδο χάριτος
για να σε φτάσω (θα σε προσπεράσω),
μόλις επισκευάσω τις γιγάντιες τρύπες του διάτρητου εαυτού μου.
Τα χέρια θα υψώσω πάνω από Σένα,
χέρια γερά κι ατσάλινα,
ν’ αρπάξουν τη δαμόκλειο σπάθη που έχει ερωτευτεί το κεφάλι μου…

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΟΙ...

Είναι κάποιοι που καταθέτουν μόνοι
παρέα με νεκροκεφαλές και soundtracks,
παρέα με σκιές από κεριά οικεία και φώτα θολά σαν την ψυχή τους.
Είναι κάποιοι που σαν ακουμπήσεις τα μάτια τους σφαδάζουν από πόνο…όχι γιατί πονούν…
Πιότερο είναι που είναι που δεν καταλαβαίνουν γιατί είναι εδώ, ακόμα…
Φιγούρες άγνωστες στο φως που τις ορίζει.
Τόσο που καμπουριάζουν την ευθυτενή άλλοτε φιγούρα τους ή την ορθώνουν απ’ τό χώμα περήφανη…
Δεν τους καταλαβαίνεις…
Τρέχουν από δω κι από κει σαν τα μυρμήγκια.
Συγχνωτίζονται με σαπρόφυτα και μύκητες
κι όταν ο καιρός προστάξει γίνονται σπόροι.
Είναι κάποιοι γίγαντες που κομπάζουν πιότερο από ότι η ραχοκοκαλιά αντέχει. Να δουν πάρα έξω (πιο μέσα;)
Είναι κάποιοι κακόμοιροι με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια (τι κι αν τα βάφουνε; Πατούν το μαύρο, στο μαύρο της ύπαρξής τους).
Είναι κάποιοι δαφνοφορεμένοι ηγέτες στο 2x2 δώμα τους. Απέραντο κελί του μυαλού, του ορίζοντά τους.
Είναι κάποιοι που παρακαλούν για θάνατο και σημαδεύουν το κορμί τους με κώδικες θανάτου, για να τους βρει όταν αποφασίσει να βγει περίπατο στα εγκόσμια.

Tu veux ou tu veux pas?

Πειράζω τις χορδές σου
κι είναι σαν χθες…
Μικρή κουκλίτσα μην κλαίς,
μην τσαλακώνεσαι σαν χθες…
Κρασί γλυκό τα δάκρυα και πιες!
Ροζ κορδελίτσα φόρεσε κι αν θες…
Δέσε θηλιά, κατάπιε την
σαν χθες…
Μα πρόσεχε!
Και προπαντός μην πεις ποτέ
«πως» και «γιατί» η μουσική σε έσπρωξε
το «απεχθές» να κάνεις «θες».

Συγγενείς Διαμαρτίες πέρι τη μνήμη

Σακάτικα μυαλά απ’ το αλκοόλ και την πολλή τη σκέψη.
Εξαλλαγές έξι φορές, εφτάψυχη ύπαρξή μου!
Στο οκτώ δεν φτάσαμε ποτέ κύριε DNA.
…και θα μου πεις δε φταις εσύ, μ’ αυτά που σε ποτίζω…

Γελώ, ο εγκέφαλος ξερνά σεροτονίνη
Γέμισαν τα’ αποθέματα αυτό το καλοκαίρι
Γιατί και εγώ «ιδανικά» κυνήγησα το θαύμα
Μα τελικά κατάλαβα ότι ήταν λειψή η δόση.

Δεκαετίες δύσκολες, η μια πίσω απ’ την άλλη
Τις κουβαλάω μέσα μου και τις ξεχνώ συνέχεια
Τα ελαττωματικά μου κύτταρα διψάνε για οχτάρια
Οχτώ οχτάρια πάρτε τα! (με δυο μπουκάλια ουίσκια)

!

Δαίμονες- εμμονές με κεφαλαία γράμματα.
Παρελάσεις αναμνήσεων-σουρεαλιστικές απεικονίσεις και απόπειρες (με προσοχή να μη λερώσω).
Τα θαυμαστικά λιποθύμησαν σε τελείες και παύλες που χωρίζουν ωδές αναγραμματισμών.
Νοήματα-νήματα μαριονέτων ισορροπούν σε γραμμές τετραδίων…άδειων…νεκρών…
Έχει κολλήσει η βελόνα χρόνια τώρα…στο repeat των τίτλων τέλους.
30 παρά του Δεκέμβρη του τότε…του πάλαι ποτέ…
Και η λέξη έγινε πλέον έξη φοβερή.
Τόσο που αδυσώπητα με παρασύρει σε γειτονιές με τρωκτικά και σφουγγαρίστρες.

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

ΓΗ-ΜΗΤΡΑ

Σάπια γη και στείρα μήτρα
και όψη βάλτου με μαύρα νούφαρα που καταπίνουν γοργόνες.
Όψη βάλτου.

Ζευγάρια μάτια άψυχα σε ραγισμένες υπερμεγέθεις κόγχες
και ρινικές κοιλότητες εγκαταλελλημένες εδώ και χρόνια.
Μάτια άψυχα.

Πρησμένα χείλη ξεραμένα από ήχο κι έρωτα
και δέρμα μελανό και πεθαμένο.
Πρησμένα χείλη.

Στείρα γη και σάπια μήτρα.

EPSP-threshold-IPSP

Οι μόνες στάσεις για ένα λόγο μονάχα
Ματώνουν τα νύχια που σκάβουν στη γη τον τάφο
Ποτέ αρκετά βαθύς
Ποτέ αρκετά βαθύς
Μια μετά την άλλη ανοίγω πόρτες και τρέχω μακριά
Νομάς
Νομάς
Απλώνομαι, ον δίχως όρια
Δαγκώνω τα χείλη, μετενσαρκώνομαι
Σαστίζω μα συνεχίζω να φοράω σώματα
Παλινδρομώ μα δε ζαλίζομαι
Δεν έχω σώμα να με ορίζει
Εκτείνω τις άπειρες ραχοκοκαλιές μου και τα εγκόσμια φαντάζουν τόσο μικρά
που ανοιγοκλείνω τα μάτια να βεβαιωθώ για την ύπαρξή τους
Αναπνέω δύσκολα, σχεδόν ασφυκτιώ
και σφίγγω το λαιμό να πάρω ανάσα
Εκκολάπτω αντανακλάσεις σε σκοτάδια δίχως πηγές φωτός
Ίσα για να «χρυσώσω το χάπι»
Ντύνομαι το κόκκινο να μη φανεί το μαύρο
Και καθώς τρυπώ τις φλέβες μου
βάφω τα χείλη με αίμα για να ταιριάζει
Στοιχίζω τα τσιγάρα μου στους πνεύμονες και τα κρυστάλλινα ποτήρια της προίκας στο συκώτι
πάντα με συνέπεια και πρόγραμμα
και ακορντεόν στο πικ-απ του ονείρου
εκείνης της αυταπάτης
μιας βροχερής μέρας
μιας μουντής μη-ζωής
Πίσω από βελούδινες μωβ κουρτίνες
Μαύρα ρετάλια
Μαύρα ρετάλια
Γαϊτανάκι θανάτου γύρω από τερατόμορφα έμβρυα σε διάφανες γυάλες
Αρρωστημένα μυαλά
Χαμένη στις αύλακες σάπιων εγκεφάλων
Ασμίλευτοι λίθοι
από την εποχή του χαλκού
Τι σας ωθεί;
Ποιος;
Γιατί;
Γιατί;
Γιατί;
Γιατί;
Γιατί;

Equinox

(Στη φίλη Σόνια…)

Όλα μπροστά μου στέκουν…
Θαμπά φεγγάρια,
στιγμιαίες λάμψεις,
φευγαλέες ομορφιές που είστε;
Θα σε ποτίσω μια μέρα με κρασί-αίμα
κενή- καινή μου αγάπη…
Θα σε ντύσω με ρούχα ακριβά να κρύψεις την ασχήμια
μα θα ‘μαι εκεί…
Να σε προσέχω, να σου θυμίζω πως υπάρχεις
φάντασμα του μυαλού μου.
Κι όταν όλοι φύγουν
εσύ κι εγώ θα πλύνουμε τη βρωμιά σου.
Μην ανησυχείς καλέ μου, όλα θα περάσουν…
Όταν ο χρόνος γίνει δέκατο δευτερολέπτου,
σταγόνα αγωνίας,
θα είσαι αλλού,
δε θα πονάς πια,
άλλε μου εαυτέ…

Ένα φτωχό: "Καλώς ήρθες"

Θέλω να βάλω τίτλο στο κείμενο που θ’ ακολουθήσει. Είναι βασανιστική αυτή η ανάγκη, μα καθώς καταλαβαίνεις φίλε, ανόητε αναγνώστη, δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι θ’ ακολουθήσει. Κι όμως η ανάγκη να δώσω κάποιον τίτλο με κατακλύζει. Σχεδόν βασανιστική θα έλεγα. Η λογική μου με σπρώχνει με αγένεια μακριά από αυτή τη σκέψη. «Πώς είναι δυνατόν να τιτλοφορήσεις κάτι που είναι άδειο; Κεφαλίδα σε χαρτί δίχως κορμί; Πώς νοείται η ανάβαση χωρίς τη βάση;»
Κι όμως…Όσο κι αν φαντάζει μάταιο και φαιδρό ίσως, αδημονώ να κοσμήσω το επάνω μέρος της σελίδας μ’ έναν τίτλο. Αδιαφορώ ωστόσο (και αυτό οφείλω να στο τονίσω) για το περιεχόμενο ή τη μεγαλοπρέπεια του. Μόνο μέλημα και επιθυμία είναι να βρω μια φράση, μια λέξη που να του πρέπει. Έχεις μήπως, να μου προτείνεις κάτι αξιόλογο που θα μπορούσα να δανειστώ; Αν και θαρρώ τούτη είναι μια δουλειά που πρέπει να κάνω μόνη μου. Μα δεν είμαι καν στο σωστό μονοπάτι. Ίσως λοιπόν θα μπορούσες, ίσως ξαναλέω, να με βοηθήσεις. Ξεφυλλίζω το λεξικό του μυαλού με ταχύτητα φωτός μάταια. Κρίμα…Ξέρεις θα ήταν παρήγορο για μένα να συναντηθώ τώρα με μια λέξη.
Δεν το θέλω, πίστεψε με φίλε, ανόητε αναγνώστη.
Δεν το θέλω…
Μα νομίζω θ’ αναγκαστώ σύντομα να βάλω τέλος στο κείμενο που προηγήθηκε δίχως τίτλο.

"Ex tempore"

Ήταν το πλήρωμα του χρόνου που φοβόμουνα
Δυο σταγόνες εκδίκηση
Δυο μεζούρες αγάπη
Μια ιδέα δάκρυα…
Ανακίνησε με χάρη…
Έτοιμο το ξόρκι της λήθης
Να το καταπιώ να τρυπήσει τα σωθικά μου
Μέχρις εσχάτων θα το πιω
και θα σέρνω χορό κοσμογονικό.
Κι όταν η ύλη μου λιώσει
θα λικνίζομαι πάνω της
-διάφανη φιγούρα-
-γυμνή εταίρα-
-αθώα παρθένα-
μέσα στην καινούρια μου φύση
Κι όσοι απορούν που χάθηκα
ας κοιτάξουν
-σ’ ένα κοχύλι-
-στο πρωτοβρόχι τα’ ουρανού-
-στο αγκάθι ενός ρόδου-
Γιατί τ’ αερικά σπίτι δε γνωρίζουν κι όλα σπίτι τους είναι…

ΛΥΚΕ, ΛΥΚΕ ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ;

Αρχέγονή μου υπόσταση που περιπλανιέσαι;
Σε ποια σκοτεινά υπόγεια πασχίζεις να κρυφτείς;
Σε ποια γωνιά μαζεύτηκες περιμένοντας τη λεία σου;
Σε καλώ!
Σε προστάζω με φωνή τρεμάμενη απ’ την επιθυμία να επιστρέψεις.
Άνοστες στάλες χρόνου οι μέρες μου δίχως εσένα
Τι κι αν προσπάθησα να εφαρμόσω τη σάρκα μου στο είδωλό μας
μισά είδωλα σε χρυσούς καθρέφτες αντίκριζα.
Θα βγω να σε γυρέψω!
Σκιά του εαυτού μας, αστραπή μέχρι την αντίπερα όχθη θα γίνω
ώσπου να σε σφιχταγκαλιάσω ξανά
να μπολιάσεις τη γνώση σου μέσα μας
κάτω από ανάγλυφες πανσέληνους
Κι εκεί, σε προκρουστικές τράπεζες
θα υπομείνω την εκ(σ)τασή μου με το όπιο που θα στάζεις μέσα μου.
Και θα λαχταρίσω το «σπόρο του ροδιού» ως άλλη Περσεφόνη
Και από Μάνα θα γίνω Κόρη
για να ξαναγίνω Μάνα
και ν’ αγαπήσω τ’ όνομά μου ακόμα κι αν δεν προφέρεται απ’ τα χείλη του.
Ήταν κατάρα να θυμάσαι το αύριο.
Επικείδιος στην προσμονή.
Προσμονή μιας απόκοσμης μέρας,
της επερχόμενης νύχτας.
Νύχτες…
Νύχτες που αγάπησα
Νύχτες που ξοδεύτηκα
Νύχτες που μας προσμένουν με ανοιχτή καρδιά και ανοιχτά πόδια.
Θα βγω σε λίγο…
Λυπήθηκα τα μάτια μου που στέγνωσαν από στιγμές.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;

p53

« Θα πεθάνω μιαν αυγούλα»
Ptosis 5+3=8
Το άπειρο όρθωσε ανάστημα, χε χε, χα, χα (πάντα ανάλογα με την υγιεινή της στοματικής κοιλότητας)
Ένα δείλι,
στην κοιλάδα του γιού του Εννώμ
Αθροίζοντας δαιμονισμένους αριθμούληδες
ξέροντας το αποτέλεσμα a priori
Πονώ τον πόνο που γεννά η ύπαρξη κάθε άνοιξη,
σαν αλλεργία με σπιθούρια με μπόλικο πύον
και Τ-γάμω-λεμφοκύτταρα που γεμίζουν φλεγμονές
σαν άνομα ζυγωτά σε παν-ηδονικές μήτρες
(Σιχαμένες και ζηλευτές συνάμα)
Μέγας Κύων
Μέκκα(ς)- Γη(ς)-Ον
Όντας ον ονόματι Όνυξ
Του όνυχος…
Της οδυνηρής ψυχοστιξίας
Γέλα παλιάτσε!
Φεγγάρια πεθαμένα στη μούρη σου και φτου σου!
Μια πράσινη και μια κόκκινη κάλτσα στα στραβά κανιά σου και εύγε!
Και τη Μπουρζουαζία του «Λύκου της Στέπας» στους όρχεις σου…
Φτωχέ και κλέφτη ποιητή μου…

GET OUT!

Εγώ καλέ μου
δεν έχω παράδεισο να αποδράσω.
Ασχήμια, καθρέφτες παντού γύρω
παραμορφωμένη τελειότητα
μιας πορφυρής κόλασης.
Μαγνήτης το βάθος
Παλινδρομικές κινήσεις με πορεία μονόδρομη
πάντα προς τα κάτω.
(Κι η εικόνα της γιγαντώνεται…αυτήν δεν αντέχω)
Εγώ καλέ μου
δε γεννήθηκα άγγελος
δαίμονας είμαι.
Κολλημένη εδώ, κόκκινα μάτια, γλώσσα φιδιού,
το φιλί μου δηλητήριο
(…η καταδίκη να μη μπορείς ν’ αγαπήσεις…)
Εγώ καλέ μου
στον κύκλο πάντα σέρνομαι με την ίδια φορά.
Μάταιοι περίπατοι σε χαραγμένες πορείες.
Σαν το μελάνι στο χαρτί ενός κολλημένου μυαλού.
Εγώ καλέ μου
γερνάω παρέα με τις άλλες.
Εκείνες που νόμιζα πως έθαψα μικρή.
Μα δεν πεθαίνουν, καλέ μου, οι βρικόλακες.
Στοιχειώνουν κάθε χιλιοστό της ύπαρξής σου,
σκιές βουβές,
αποκρουστικά σκιάχτρα,
παραμονεύουν να φανούν σε κάθε ξέφωτο ευτυχίας.
Ανέμπνευστες αλήθειες τα λόγια μου.
Σα να στρέψε το πηγάδι της ψυχής μου
(το ρούφηξαν οι φλόγες)
Και ο πόνος έγινε συνήθεια πια.
Αντίδοτο για τον πόνο, ο πόνος.
Μα δε μ’ αγγίζει πια.
Εγώ καλέ μου
μια μέρα θ’ ακυρώσω τα σχέδιά της
(δε θα είσαι εκεί να με δεις)
Κοίτα ψηλά!
Λευκός άγγελος θα γίνω
θα μπερδευτώ με τ’ αστέρια
και θα είμαι όμορφη,
σα να ξέφυγα απ’ το πιο ωραίο σου όνειρο…

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

CLAVICULA SALOMONIS REGIS

Σχεδόν αντανακλαστικά πλέον το κεφάλι μου κινείται…αριστερά…δεξιά…

Το όπλο εκπυρσοκροτεί και αντιδραστικά το κρανίο απαντά με μια κίνηση βεβιασμένη προς την αντίθετη πλευρά…μπουμ!

Ποιος αδένας να κρατήσει πια τα δάκρυα μου…όταν το τέλος μου είναι τόσο κοντά που μου κρατά το χέρι?

Ένα…δύο…τρία…μετράω προβατάκια να ξορκίσω την κατάρα μου…

Πατέρα…πατέρα…τι μου έκανες?? τι μου έκανες?

Σήμερα έβαψα μαύρα τα μαλλιά μου…και με συνάντησα νεκρή στον καθρέφτη όπως με άφησα. Μια γνώριμη νεκρή φιγούρα να μου γνέφει…

«γύρισες?» μου είπε.

Δεν απάντησα. Έσβησα το φως και βγήκα απ’ το δωμάτιο

Πλέον κλαίω βουβά…πλέον ζω βουβά…πλέον, πίνω βουβά…

μπερδεύω χρόνους και γραμματικές…(άλλωστε δεν υπάρχουν…)

Φωνές…εκατομμύρια φωνές μου υποδεικνύουν το δρόμο.

Χορεύω…εξαντλημένη, αλλά χορεύω…για τον καλό μου.

Κουράστηκα όμως. Από πού να αντλήσω ενέργεια πατέρα?

Μπαμπά, εγώ το ουίσκι μου το πίνω σκέτο. Να με καίει, να ξεχνιέμαι.

…Μπουμ!!

Κόκκινες πιτσιλιές στον τιρκουάζ καναπέ μας…βγάλτε τον στο μπαλκόνι να φανεί η παρθενιά μου! Βγάλτε τον και φωνάξτε το σε όλους!

…Πως έφυγα αθώα όπως ήρθα. Απλά δεν άντεξα…

«Μετουσιώνω τον πόνο μου σε σκέψη»… «Μετουσιώνω τον πόνο μου σε πόνο»…

…και φτύνω το παρελθόν μου που μόνο να με πονάει ξέρει…

ΜΠΟΥΜ!!!...(μια του κλέφτη, δυό του κλέφτη…)…